- προτιμῦθέομαι
- προς-μῦθέομαι, προτιμῦθέομαι, aor. inf. προτιμῦθήσασθαι: speak to, Od. 11.143†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
προτιμυθέομαι — οῡμαι, Α (δωρ. τ.) βλ. προσμυθοῡμαι … Dictionary of Greek